- εκτραχύνομαι
- εκτραχύνομαι, εκτραχύνθηκα βλ. πίν. 49
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συνεκτραχύνομαι — Α (για ποταμό ή χείμαρρο) γίνομαι ορμητικός μαζί με κάποιον («ὁ Ἄσσος συμπίπτων τῷ Κηφισῷ καὶ συνεκτραχυνόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτραχύνομαι «ερεθίζομαι, εξοργίζομαι»] … Dictionary of Greek